υποκαλιαιμία

υποκαλιαιμία
η, Ν
(βιολ.-ιατρ.) μείωση τής ποσότητας τού καλίου στο αίμα κάτω από τα κανονικά όρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. hypokaliemie < hypo- (< υπ[ο]-*) + kaliemie (< kalium «κάλιο» + αίμα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υποκαλιαιμικός — ή, ό, Ν [υποκαλιαιμία] (βιολ. ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υποκαλιαιμία ή οφείλεται σε αυτήν («υποκαλιαιμική οικογενής περιοδική παράλυση») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”